Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ





Φαντάσματα: Η υπηρέτρια.

Οδός Γιδογιάννου, αριθμός 13… Οι μακάβριες ιστορίες που ακολουθούν εδώ και δεκαετίες την ερειπωμένη μονοκατοικία είναι γνωστές σε όλους τους κατοίκους της Άμφισσας. Το σπίτι βρίσκεται σε έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους της πόλης, σχεδόν δίπλα στα σχολεία και σε απόσταση αναπνοής από τον πεζόδρομο που φιλοξενεί αρκετά πολυσύχναστα καφέ και μπαράκια.

Σύμφωνα με τους παλαιότερους, όλα ξεκίνησαν την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το σπίτι ανήκε σε κάποιον πολύ εύπορο ντόπιο που είχε συνάψει παράνομο ερωτικό δεσμό με μία από τις υπηρέτριες του. Ένα «στιγμιαίο λάθος» (είχε ακουστεί βιασμός) και μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη οδήγησαν σε ένα αποτρόπαιο έγκλημα που έμελλε να στιγματίσει μια για πάντα το οίκημα. Φοβούμενος τη γενική κατακραυγή της μικρής κοινωνίας, ο πλούσιος ιδιοκτήτης οδήγησε τη νεαρή εγκυμονούσα σε ένα από τα υπόγεια του σπιτιού, όπου την κρέμασε! Προσπάθησε να κρατήσει καλά κρυμμένο το μυστικό, όμως… η αποθανούσα είχε άλλη γνώμη. Έτσι ξεκίνησαν τα περίεργα περιστατικά που είχαν ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί στοιχειωμένη η μονοκατοικία. Ποια είναι αυτά; Κρατηθείτε: Άλλοι μιλούν για κραυγές που βγαίνουν από τα υπόγεια του σπιτιού κατά τη διάρκεια της νύχτας, άλλοι λένε για ένα κοριτσάκι που τριγυρνάει στα δωμάτια του σπιτιού, μερικοί υποστηρίζουν πως τα έπιπλα αλλάζουν θέση μόνα τους και ορισμένοι έχουν δει τη συσκευή του τηλεφώνου να χτυπάει χωρίς να είναι συνδεδεμένη στην πρίζα!

Μπορεί να ακούγονται τραβηγμένα (δεν υπάρχει αμφιβολία γιά αυτό…), όμως τα συγκεκριμένα περιστατικά έχουν οδηγήσει στην πλήρη εγκατάλειψη του σπιτιού, αφού ουδείς δέχεται να μείνει πια εκεί, ενώ όσοι τολμηροί επιχείρησαν να σπάσουν την παράδοση και να το κατοικήσουν… έφυγαν τρέχοντας και μάλιστα νύχτα!

Ο Φαντάρος και η Κοπέλα


Κάποτε ήταν ένα παιδί ο Χ. Ο οποίος υπηρετούσε την θητεία του στον ελληνικό στρατό σε ένα στρατόπεδο σε ένα νησί της Ελλάδας. Όπως και κάθε άλλος στρατεύσιμος δικαιούταν κάποιες εξόδους και άδειες. Έτσι λοιπόν σε μια έξοδό του γνώρισε μια κοπέλα και από τότε άρχισαν να κάνουν παρέα.

Έβγαιναν για αρκετό καιρό και είχαν γίνει πολύ καλοί φίλοι. Όποτε μπορούσε και έβγαινε ο Χ. Από το στρατόπεδο πήγαινε και την έπαιρνε από το σπίτι της όπου και έδιναν ραντεβού. Ένα βράδυ λοιπόν που είχαν βγει να απολαύσουν την βόλτα τους η κοπελιά άρχισε να κρυώνει οπότε ο Χ. Έβγαλε το μπουφάν του και της το έδωσε να το φορέσει για να ζεσταθεί. Αφού τελείωσε η βραδινή βόλτα ο Χ. Μαζί με την κοπέλα επέστρεψαν στο σπίτι τους αφού ο Χ. την πήγε σπίτι της. Τη επόμενη μέρα ο Χ. διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει να πάρει το μπουφάν του.

Έτσι λοιπόν πήγε στο σπίτι της να ζητήσει το μπουφάν του γιατί το χρειαζόταν. Όταν χτύπησε το κουδούνι του άνοιξε μια κυρία οπότε και ο νεαρός ζήτησε να δει την κοπέλα και εξήγησε και τον λόγο της επίσκεψής του. Τότε η γυναίκα του είπε πως η κοπέλα που ζητούσε να δει είχε πεθάνει πριν από μερικά χρόνια.

Ο Χ. έμεινε άναυδος και άρχισε να της εξιστορεί όλη την ιστορία με την γνωριμία με την κοπέλα. Τότε η γυναίκα του υπέδειξε σε ποιο νεκροταφείο και σε ποιο ακριβώς σημείο είναι θαμμένη η κοπέλα. Ο Χ. πήγε στο νεκροταφείο του χωριού και έψαξε να βρει το μνήμα της κοπέλας. Μετά από λίγη ώρα τον βρήκε και διαπίστωσε κάτι πραγματικά απίστευτο, η κοπέλα ήταν όντως θαμμένη εκεί και πάνω στην ταφόπλακα υπήρχε παρατημένο το μπουφάν του.

Μια περίεργη παρουσία 


Ήταν κάποτε ένας κύριος Κ. ο οποίος οδηγούσε με το αμάξι του σε έναν επαρχιακό δρόμο σε ένα χωριό της Θεσσαλίας. Καθώς οδηγούσε αντίκρισε στην άκρη του δρόμου έναν ηλικιωμένο άτομο με μια μαγκούρα ο οποίο του έκανε νόημα να σταματήσει. Ο Κ. σταμάτησε στην άκρη και είδε τον γέροντα να πλησιάζει.

Άνοιξε το παράθυρο και τότε ο γέροντας του ζήτησε ένα τσιγάρο. Ο Κ. ανταποκρίθηκε θετικά στην επιθυμία του γέροντα, και έτσι άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα. Του έδωσε το τσιγάρο και μετά ο γέροντας του ζήτησε φωτιά για να ανάψει το τσιγάρο.

Τότε ο Κ. έσκυψε να πάρει να του δώσει και τον αναπτήρα. Αλλά μόλις σηκώθηκε ο γέροντας είχε εξαφανιστεί. Βγήκε από το αυτοκίνητο και έψαξε γύρω-γύρω να βρει τον γέροντα αλλά μάταια. Αυτό το περιστατικό είναι ένα από τα συνηθισμένα περιστατικά όπου εμφανίζεται ο φύλακας-άγγελος του καθένα μας για να μας προφυλάξει από κάποιο επερχόμενο κακό.

Το κορίτσι με το πιάνο


Κάποτε σε μια γειτονιά της Αθήνας υπήρχε ένα αρχοντόσπιτο, αυτά τα παλιά με τους διώροφα κτίσματα με εσωτερικές σκάλες και με κήπο. Σε αυτό το σπίτι έμενε μια τριμελής οικογένεια. Ο άντρας δούλευε σε κάποια μικρή επιχείρηση, η γυναίκα του σπιτιού ασχολιόταν με τις δουλειές του σπιτιού ενώ το παιδί τους, ένα μικρό κοριτσάκι πήγαινε σχολείο. Το κοριτσάκι αυτό είχε σαν χόμπι τη μουσική και του άρεσε πολύ το πιάνο.

Έτσι λοιπόν οι γονείς του το έγραψαν σε ένα ωδείο και λίγο καιρό αργότερα του αγόρασαν και ένα πιάνο για να μπορεί να κάνει πρακτική εξάσκηση. Το μικρό κορίτσι καθόταν λοιπόν κάθε απόγευμα, αφού τελείωνε όλες τις άλλες του δουλειές, και έπαιζε πιάνο για αρκετές ώρες.

Αυτό επαναλαμβανόταν συνέχεια κάθε μέρα σχεδόν πάντα μια συγκεκριμένη ώρα (ας πούμε ότι η ώρα αυτή ήταν 6 το απόγευμα). Μια μέρα όμως η μητέρα του της είπε να κάνει κάποιες δουλειές γιατί εκείνη θα έφευγε. Το κοριτσάκι δεν έκανε τις δουλειές που του είχε πει η μητέρα του και άρχισε να παίζει πιάνο. Όταν γύρισε η μητέρα του το βρήκε να παίζει πιάνο και υπέθεσε ότι οι δουλειές που τις είχε αναθέσει είχαν γίνει.

Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι το κοριτσάκι δεν είχε κάνει τίποτα απολύτως έγινε έξω φρενών. Τότε άρχισε να μαλώνει το κορίτσι και ξέσπασε ένας μεγάλος καβγάς. Η μικρή έφυγε κλαίγοντας και άρχισε να ανεβαίνει την μεγάλη ξύλινη σκάλα μέχρι που την τράβηξε η μητέρα της.

Τότε το κοριτσάκι παραπάτησε και έπεσε από την σκάλα, χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και πέθανε. Μετά από το συμβάν οι γονείς της άφησαν το σπίτι αυτό και μετακόμισαν σε άλλη περιοχή της Ελλάδας. Το σπίτι αυτό ερήμωσε καθώς δεν είχε απομείνει τίποτα εκεί μέσα. Όμως όποιος περάσει έξω από αυτό το σπίτι αυτό μια συγκεκριμένη ώρα θα ακούσει το μικρό κορίτσι να παίζει πιάνο.

Η μοναχή 


Η ιστορία που θα σας διηγηθώ, έλαβε χώρα σε ένα μοναστήρι το οποίο βρίσκεται στην Βόρεια Ελλάδα. Σε αυτό το μοναστήρι ζούσαν περίπου πενήντα μοναχές μαζί με την ηγουμένη. Η ζωή τους κυλούσε με τους ίδιους ρυθμούς κι έκαναν σχεδόν κάθε μέρα τις ίδιες δουλειές.

Μια μέρα σαν όλες τις άλλες είχαν καθίσει όλες οι μοναχές να φάνε και ξεκίνησε μια συζήτηση άγνωστου περιεχομένου. Πάνω στην κουβέντα όμως ξέσπασε μια έντονη λογομαχία ανάμεσα στην ηγουμένη και σε μια μοναχή. Οι τόνοι όμως ανέβηκαν πολύ και άρχισε η μία να βλαστημάει την άλλη. Τότε η μοναχή σηκώθηκε, άρπαξε ένα μαχαίρι και πάνω στα νεύρα της το κάρφωσε πάνω σε μια εικόνα της Παναγίας. Μετά από αυτό ο καβγάς σταμάτησε.

Τα χρόνια πέρασαν. Κι αν όχι όλες, οι περισσότερες μοναχές πέθαναν. Το περίεργο σε όλη την ιστορία είναι ότι η μοναχή που κάρφωσε το μαχαίρι στην εικόνα έχει κι αυτή πεθάνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, αλλά το χέρι της που έμπηξε το μαχαίρι στην εικόνα ακόμα δεν έχει λιώσει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου